προπορεία

προπορεία
η, ΝΑ [προπορεύομαι]
1. το να προχωρεί κανείς μπροστά
2. εμπροσθοφυλακή στρατεύματος
νεοελλ.
1. το να προηγείται κάτι πριν από κάτι άλλο, το να συντελείται κάτι από κάτι άλλο
2. το σύνολο τών προπορευόμενων ατόμων σε μια ομαδική κίνηση ή προσπάθεια, πρωτοπορία
3. φρ. α) «προπορεία ημιτονοειδούς μεγέθους»
(ηλεκτρολ.) η θετική διαφορά φάσης μεταξύ δύο ημιτονοειδών ηλεκτρικών μεγεθών, όπως είναι η τάση και η ένταση τού εναλλασσόμενου ρεύματος
β) «προπορεία τού ατμοσύρτη»
τεχνολ. διάταξη τού ατμοσύρτη μιας ατμομηχανής στην οποία το όργανο αυτό προηγείται τής κίνησης τού εμβόλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προπορείαις — προπορεία those who go in front fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… …   Dictionary of Greek

  • προπόρευμα — εύματος, τὸ, Α [προπορεύομαι] προπορεία, πορεία, προς τα εμπρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”